- ανάβολος
- -η, -ο άβολος, ανέβολος, στενόχωρος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ανα-* στερ. + βολή.ΠΑΡ. νεοελλ. ανάβολα].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ανάβολος — η, ο ο μη βολικός, ο άβολος: Το σπίτι αυτό δε μας κάνει, είναι ανάβολο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ανάβολα — επίρρ. [ανάβολος] ανέβολα, χωρίς βολή … Dictionary of Greek
АНАВОЛИЙ — [греч. ἀνάβολος, ἀναβόλιον, ἀναβόλι от ἀναβάλλεσθαι набрасывать, надевать], ткань, используемая в литургической практике правосл. Церкви. 1. Крестильная одежда. Симеон, архиеп. Фессалоникийский, в соч. «О священнодействиях» (ок. 1400) сообщает,… … Православная энциклопедия